Μια
ξεχωριστή περιοχή, ξεχασμένη από τον ανθρώπινο ρυθμό ζωής, που όμοια δεν
υπάρχει σε κανένα μέρος του κόσμου. Γνωστή στους Γροιλανδούς ως Tunu
ή Tunua (η
Μαύρη πλευρά) είναι η απομονωμένη Ανατολική ακτή της Γροιλανδίας.
Ένα
ανατριχιαστικό υπερθέαμα από τα μεγαλύτερα φιόρδ που υπάρχουν στον πλανήτη,
απάτητες κορφές, άπειρες λίμνες, κι άφθονη πανίδα, καθιστούν το ταξίδι μια
εμπειρία που τη γεύεται κάποιος μία φορά στη ζωή του.
Η
Γροιλανδία είναι το μεγαλύτερο νησί του κόσμου, το 81% της επιφάνειας της είναι
καλυμμένο με το δεύτερο σε μέγεθος στρώμα πάγου του (το πρώτο βρίσκεται
στην Ανταρκτική).
Το μεγαλύτερο τμήμα των κατοικημένων κέντρων βρίσκεται στα νησιά
και στα πιο ακραία σημεία της νοτιοδυτικής και η νοτιοανατολικής παραλιακής
ζώνης, αυτή είναι η μόνη ελεύθερη
έκταση, γυμνή με πολλά βράχια, φιόρδ, νησάκια. Η περιοχή της Ανατολικής
Γροιλανδίας τέμνεται από τον Αρκτικό κύκλο (περίπου στις 66ο30’
Βόρεια) στα 100 χλμ. από την πόλη Angmagssalik ή Tasilaq. Χαρακτηρίζεται από το ψυχρό θαλάσσιο ρεύμα που
κατεβαίνει κατά μήκος της ακτής από το βορρά προς νότο, μεταφέροντας συχνά
μεγάλες ποσότητες θρυμματισμένων πάγων από τη θαλάσσια περιοχή του Βόρειου Πόλου.
Ο μεγάλος πάγος όπως αποκαλείται, καθιστά εξαιρετικά επικίνδυνη τη ναυσιπλοΐα
και συχνά αδύνατη για μεγάλες χρονικές περιόδους. Κατά συνέπεια μέχρι τους
πρόσφατους καιρούς η περιοχή ήταν σε μεγάλο βαθμό απομονωμένη από τον έξω
κόσμο. Ως εκ τούτου έχει αναπτυχθεί διαφορετικά από το υπόλοιπο της χώρας σε
πολιτισμικούς και γλωσσικούς όρους, και μέχρι σήμερα παραμένει ως μία από τις
πλέον παραδοσιακές περιοχές της Γροιλανδίας. Ο πληθυσμός της ζει σε δύο ζώνες, στα νησιά και τα φιόρδ Angmagssalik και Kulusuk, το σύνολό τους δεν ξεπερνά τους 15.000 κατοίκους και ο
τρόπος ζωής τους αντανακλά ένα παρελθόν που έχει από καιρό χαθεί σε άλλα
τμήματα της χώρας. Οι Ινουίτ
συνεχίζουν να εξαρτώνται για τη συντήρησή τους από το κυνήγι και το ψάρεμα και
η ανάπτυξη βρίσκεται σε πολύ χαμηλό επίπεδο. Σ’ αυτό συντελεί και ο μακρύς
πολικός χειμώνας που διαρκεί εννέα μήνες, κι ο ήλιος κρύβεται εντελώς.
Οι περισσότεροι, άνδρες-γυναίκες καταναλώνουν άπειρες ποσότητες μπύρας
και σε κατάσταση μέθης απολαμβάνουν ολημερίς τον ήλιο και τη φύση που
λαμποκοπά. Η Ανατολική Ακτή φιλοξενεί τα πλέον εντυπωσιακά τοπία της χώρας.
Καταπληκτικές γρανιτένιες κορυφές, δραματικά φιόρδ, απέραντα λιβάδια τούνδρας, σπάνια φυτά που
φυτρώνουν στα όρια των αιώνιων χιονιών, αμέτρητα ποτάμια, ποταμάκια, λίμνες,
λιμνούλες.
Ένας τεράστιος αριθμός πουλιών σχηματίζει την άνοιξη αποικίες για
αναπαραχθεί, εκμεταλλευόμενα το αρκτικό καλοκαίρι και την αφθονία της τροφής. Στα
παγωμένα αλλά πλούσια φιόρδ βρίσκουν καταφύγιο μεγάλα κοπάδια ψαριών.
Βρισκόμαστε στον παράδεισο των φυσιολατρών, ιδανική τοποθεσία για την
παρατήρηση του Βόρειου Σέλας, το οποίο εμφανίζεται από αρχές Σεπτεμβρίου έως τα
τέλη Δεκεμβρίου.
Η φυλή των Inuit.
Οι Inuit ή αυτόχθονες Ινδιάνοι του Αρκτικού βορρά ξεχωρίζουν για τα
μογγολικά τους χαρακτηριστικά, τα μαύρα σκληρά μαλλιά, το κοντό ύψος και τα
μικρά πόδια. Κατοικούν στην Αρκτική και Υποαρκτική ζώνη της Γροιλανδίας, του
Βόρειου Καναδά, των ΗΠΑ και στην Άπω Ανατολή της Ρωσίας. Ο συνολικός πληθυσμός
τους δεν ξεπερνά τους 150.000 και στην Γροιλανδία ανέρχεται στους 60.000 χιλιάδες.
Θεωρούνται απόγονοι των Samoyede, ενός νομαδικού λαού Ασιατικής
προέλευσης με καταγωγή μάλλον Μογγολική, οι οποίοι άρχισαν να μετακινούνται
προς τα βορειοδυτικά της Σιβηρικής κατά την τελευταία παγετωνική περίοδο κατά
την διάρκεια της οποίας το σύνολο των Μογγολικών νομαδικών λαών μετακινούνταν
σε νέες περιοχές αναζητώντας τροφή και τόπους κατάλληλους για εποικισμό. Κάποιοι
απ’ αυτούς τους λαούς πέρασαν τα Βερίγγεια στενά προς την Αλάσκα και έτσι
έγιναν οι πρώτοι κάτοικοι της Βορειοαμερικανικής Ηπείρου.
Οι Εσκιμώοι είχαν πλέον γεννηθεί. Μεταγενέστερες μετακινήσεις τους διασκόρπισαν στην Αλάσκα, στον Καναδά, και στην Γροιλανδία. Ταξίδεψαν και εξερεύνησαν τον Αρκτικό κύκλο πολύ πριν φτάσουν οι πρώτοι Ευρωπαίοι. Πριν από 2.000 χρόνια οι Εσκιμώοι,( η φυλή Saraq κι αργότερα η φυλή Dorset )έφτασαν στην περιοχή Angmagssalik –πιθανόν από το βορρά-κωπηλατώντας κατά μήκος της ακτής, με βάρκες φτιαγμένες από δέρμα. Καθώς οι εποχές άλλαζαν, οι νομάδες Εσκιμώοι ταξίδευαν διαρκώς από τόπο σε τόπο αναζητώντας τροφή. Χωρίς καθόλου δένδρα και με ελάχιστα φυτά ν' αναπτύσσονται στην περιοχή το κρέας αποτελούσε την κύρια τροφή τους.
Οι Εσκιμώοι είχαν πλέον γεννηθεί. Μεταγενέστερες μετακινήσεις τους διασκόρπισαν στην Αλάσκα, στον Καναδά, και στην Γροιλανδία. Ταξίδεψαν και εξερεύνησαν τον Αρκτικό κύκλο πολύ πριν φτάσουν οι πρώτοι Ευρωπαίοι. Πριν από 2.000 χρόνια οι Εσκιμώοι,( η φυλή Saraq κι αργότερα η φυλή Dorset )έφτασαν στην περιοχή Angmagssalik –πιθανόν από το βορρά-κωπηλατώντας κατά μήκος της ακτής, με βάρκες φτιαγμένες από δέρμα. Καθώς οι εποχές άλλαζαν, οι νομάδες Εσκιμώοι ταξίδευαν διαρκώς από τόπο σε τόπο αναζητώντας τροφή. Χωρίς καθόλου δένδρα και με ελάχιστα φυτά ν' αναπτύσσονται στην περιοχή το κρέας αποτελούσε την κύρια τροφή τους.
Υπήρχαν βέβαια αρκετοί οικισμοί Εσκιμώων κατά μήκος του συνόλου της ανατολικής ακτής, κατά την διάρκεια όμως του 19ου αιώνα μειώθηκαν δραματικά λόγω θανάτων και μετανάστευσης προς την δυτική ακτή. Το 1829-30 μία Δανέζικη αποστολή υπό την ηγεσία του W.A Craah ταξίδεψε κατά μήκος της ακτής από το Ακρωτήρι Farewell στο νοτιοδυτικό τμήμα της περιοχής Angmagssalik. Το 1884 ο Γροιλανδός εξερευνητής Gustav Holm πέτυχε να φτάσει από το ακρωτήρι Farewell μέχρι ακριβώς το φιόρδ Angmagssalik με μία μικρή αποστολή πλέοντας κοντά στην ακτή.
Η «αποστολή του πλοίου των
γυναικών» όπως αργότερα ονομάστηκε πέρασε το χειμώνα στη δυτική πλευρά του νησιού
Angmagssalik και ο Gustav Holm κατέγραψε έναν συνολικό πληθυσμό 413
ατόμων που κατοικούσαν στους μικρούς
οικισμούς της περιοχής. Το 1892 μία νέα Δανέζικη αποστολή που πραγματοποιούσε
έρευνες στην περιοχή σημείωσε πως ο πληθυσμός είχε πέσει στα 294 άτομα. Θεωρήθηκε πως η φυλή σύντομα θα αποδεκατίζονταν και παρά τα μεγάλα υπαρκτά
προβλήματα της ναυσιπλοΐας η κυβέρνηση αποφάσισε να ιδρύσει μια «αποικία»
Ανατολικής Γροιλανδίας.
Ο σταθμός εμπορίου και αποστολής Angmagssalik ιδρύθηκε το 1894 στον όρμο που ονομάζεται Λιμάνι Oscar-Tasilaq και είχε ως αποτέλεσμα την βελτίωση της υγείας και την αύξηση του πληθυσμού. Το 1914 πληθυσμός ανήλθε στους 599 και το 1992 υπήρχαν 2.920 κάτοικοι στο διοικητικό διαμέρισμα Angmagssalik. Ακόμη όμως και μετά την ίδρυση του σταθμού εμπορίου και παρότι πολλοί κάτοικοι μεταστράφηκαν στον χριστιανισμό, ο τρόπος ζωής των Εσκιμώων συνέχισε να υπάρχει για αρκετές δεκαετίες , ειδικά μεταξύ αυτών που ζούσαν στους οικισμούς.
Ακόμη και μέχρι σήμερα οι Ινουίτ της περιοχής
Angmagssalik είναι οριακά
επηρεασμένοι από τον Ευρωπαϊκό πολιτισμό, σε αντίθεση προς τους αντίστοιχους τους της Δυτικής Γροιλανδίας.
Οι Ινουίτ
είναι μία κοινωνία κυνηγών δεμένη με ισχυρούς δεσμούς με τη Γή και το
περιβάλλον κι αυτό αντανακλά την πίστη τους. Πιστεύουν σε μια ανώτερη θεϊκή
δύναμη που περικλείει όλη τη φύση. Ο Σαμάνος, δηλ. ο μάγος, ο ιερέας, ο θεραπευτής είναι το πιο σημαντικό
πρόσωπο στην κοινωνία τους, είναι ο γιατρός και ο σύμβουλος όσων αντιμετωπίζουν
προβλήματα. Θεωρείται ότι έχει την ικανότητα να βλέπει τα Iνουάτ, τα πνεύματα που ζουν στη φύση
και προκαλούν φόβο στους ανθρώπους. Είναι ο «άλλος» εαυτός ή ο «άνθρωπος» που ζει
μέσα σε κάθε ζώο, άνθρωπο, φυτό, ορυκτό ή φυσικό φαινόμενο, λένε οι Ινουίτ.
Πιστεύουν ότι το πνεύμα του ανθρώπου ζει και μετά τον θάνατό του.
Μετά τον
θάνατο ενός μέλους της οικογένειας, δίνουν στο νεογέννητο το όνομα του νεκρού
και του συμπεριφέρονται σαν να έχει μετοικήσει το πνεύμα του στο σώμα του
μωρού. Δεν δίνουν όνομα στα παιδιά μέχρι να γίνουν οκτώ ετών. Αν πεθάνουν πριν
συμπληρώσουν αυτή την ηλικία πιστεύεται ότι δεν έζησαν ποτέ στην πραγματικότητα.
Στις κοινότητες Angmagssalik και Kulusuk οι Inuit μένουν σε χρωματιστά παραδοσιακά ξύλινα σπίτια και όχι σε
χιονόσπιτα ή ιγκλού όπως νομίζουν μερικοί, φορούν μοντέρνα ρούχα και μπουφάν
για να προστατεύονται από το κρύο, το τουφέκι έχει αντικαταστήσει το καμάκι και
τόξο-τουφέκια μπορεί ν’ αγοράσει κανείς
ότι ώρα θελήσει από το σούπερ μάρκετ της περιοχής- τα καγιάκ και τα κουμιάκ
έχουν δώσει τη θέση τους στις μηχανοκίνητες βάρκες και τα snowmobiles αντικατέστησαν τα σκυλιά.
Σήμερα οι
Ινουίτ έχουν να αντιμετωπίσουν το σύγχρονο οικονομικό σύστημα και όχι τη φύση. Η ανεργία ανέρχεται στο 8%,
οι αυτοκτονίες στο 7% και ο αλκοολισμός στο 50%!! Αποτελούν δηλαδή τεράστια
κοινωνικά προβλήματα λόγω της αδυναμίας αυτών των νομαδικών φυλών να προσαρμοστούν
στον δυτικό τρόπο ζωής. Όμως οι Ινουίτ, με τη ζωή τους γεμάτη όνειρα και μύθους
ατελείωτους και τις σκέψεις τους αερικά που τους περικυκλώνουν, πλαταίνουν τα
όρια τους μέσα στο Σύμπαν. Και ο πνευματικός αναζητητής που θα βρεθεί εδώ
αισθάνεται ιερή χαρά γι’ αυτά που βλέπει, θαυμασμό για το ωραίο και μυστηριώδη
κόσμο που ανοίγεται μπροστά του και μια ανείπωτη λατρεία για τη φύση.